Η βάφτιση

ήτη, μαντινάδες κρητικές, κρητική ρακή, χανιώτικες παραλίες, χανιώτικα έθιμα

Ξύπνησα απ' την οσμή των πεύκων που εκπνέανε την αρμυρή ανάσα του Λιβυκού πελάγους. Το φως μόλις που διαπερνούσε τους τοίχους της φτηνιάρικης σκηνής μου, αχνό, ολόδροσο σαν πρωινή λειτουργία Μεγάλης Παρασκευής. "Τί κάστρο" σκέφτηκα, "τι παλάτι αξιώθηκα ο πρίγκηπας"!
Έβγαλα το αγουροξυπνημένο και αχτένιστο κεφάλι μου και κοίταξα κατά τη θάλασσα: η Ζωή έπαιζε στο κύμα - ολόγυμνη - παιδάκι απαίδευτο! Χωρίς ντροπή, αφού ο τόπος μας έμοιαζε απάτητος εδώ κι αιώνες. Απροσπέλαστος από άπτερα πλάσματα. Κατεπάνω, η άπαρτη - σχεδόν κάθετη στον ουρανό - πλαγιά, δέχονταν τη μανιασμένη επίθεση χιλιάδων δέντρων-αναρριχητών, που όμως, ούτε στα μισά δεν κατάφερναν να σκαρφαλώσουν. Πέφτανε κατρακύλα ως τη θάλασσα. Στον ορίζοντα στεριά καμία.
Μα πως φτάσαμε ως εδώ;
"Κοντεύεις τα τριάντα κι ακόμα είσαι παιδί" της φώναξα. "Σκάσε και κολύμπα" ανταπάντησε, με γλυκύτατη λαλίτσα που αντίρρηση δε σήκωνε. Έσκασα και καβάλα σ'ένα περαστικό κυματάκι, κατέπλευσα ως την υποβρύχια γοργονήσια αγκαλιά, που χωρίς προσπάθεια με αφομίωσε. Παίξαμε όλα τα ψαρίσια παιχνίδια που ξέραμε, ήπιαμε άφθονο αρμυρό αγιασμό ώσπου μεθύσαμε, μαζέψαμε όλα τα βότσαλα απ'το βυθό -λάφυρα της ιστορικής αλώσεως που ζήσαμε - μα ύστερα τα ρίξαμε πίσω, ποιός θέλει τη ρετσινιά του κατακτητή; Πόσην ώρα πέρασε έτσι, αδύνατο να υπολογίσω. Μα πρέπει να ήταν παραπάνω από ένα δευτερόλεπτο φωτός, γιατί κινδυνέψαμε να αποσυντεθούμε στο πλαγκτόν, τροφή για τα φύκια! "Ο μ'αγαπάς κι η σ'αγαπώ στην ξεχασμένη Ατλαντίδα" σκέφτηκα τότε κι άρχισα να γελώ σα βλάκας. Κι η Ατλαντούλα μου γέλασε κι αυτή, δίχως να ξέρει το γιατί η αλχημίστρια, που μπακούρι με βρήκε και σ'εραστή θαλασσινό με μεταμόρφωσε.

Απ' αυτήν την κολυμπήθρα, που σε νέα θρησκεία μας μύησε, βγήκαμε μόνο όταν αποκαμωμένοι απ' τα ξαναμωράματά μας και λιμασμένοι, θυμηθήκαμε τα σκαλτσούνια της σπιτονοικοκυράς μας της κυρά-Λενιώς, που μοναχούλια τα καημένα στο ταγάρι, περίμεναν μ' υπομονή το μερτικό τους στο γλέντι μας. Κι είχαν κάθε δικαίωμα! Τα συνοδέψαμε με σπιτικό κρασί, ότι πρέπει για να ξεμεθύσουμε απ' την αρμύρα του πελαγίσιου αγιάσματος. Ύστερα απλωθήκαμε στον ήλιο να στεγνώσουμε, έπρεπε να είμαστε πίσω στο χωριό το μεσημέρι. Γιατί; Όσο κι αν προσπάθησα δεν μπόρεσα να θυμηθώ.
Η Ζωή, ντυμένη πάλι τα ρούχα της και το δασκαλίστικο καθωσπρεπισμό της, μουρμούραγε σε γλώσσα ακατάληπτη: κάτι για κάποια πράγματα που έπρεπε να μαζευτούν, για ένα πλοίο που θα 'φευγε απ'τη Σούδα στις εφτά ακριβώς, για καποιανού απίστευτου την άδεια που τελείωνε. Αλλά τι σχέση είχαμε εμείς με όλα αυτά; Παίρνοντας το μονοπάτι του γυρισμού, τα λαξευμένα στο βράχο (ποιος ξέρει πότε κι από ποιον) σκαλοπάτια, μου θύμησαν πως δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο κάστρο χωρίς κερκόπορτα!
Το άλλο πρωί - ίδια ώρα - ο Πειραιάς μας υποδέχονταν μεγαλόπρεπος και βρωμερός. Τα αρχαία τείχη, αδιάψευστος μάρτυρας της πιο υπερήφανης παρακμής, θύμιζαν στίχους του Μαγιακόβσκη. Θλίψη; Καμιά! Είχαμε πλέον μυηθεί στη νέα θρησκεία. Κανείς δεν θα τολμούσε πια να μας πει πως ο παράδεισος δεν υπάρχει!


Το καράβι που ταξίδευε το έλεγαν "Έλυρος".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου